ψηφί — το, Ν βλ. ψηφίο … Dictionary of Greek
ψηφιδοφόρος — ψηφῑδοφόρος , ψηφιδοφόρος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίδων — ψηφί̱δων , ψηφίς small pebble fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίς — ψηφί̱ς , ψηφίς small pebble fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DECRETA — dicuntur Iurecoss. quae Princeps causâ cognitâ ex utraque parte pronuntiat. Glossa Basilic. Δέκρετον, ἀπόφαςις βαςιλέως καὶ ἄρχοντος. Postea in Ecclesia, cum Canones Conciliorum duplicis esse coepissent generis, eos, quibus mores et diseiplina… … Hofmann J. Lexicon universale
ψηφίο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζουμε συνήθως τα 9 σύμβολα 1,2,3,4,5,6,7,8,9, τα οποία μαζί με το 0 (μηδέν) μας επιτρέπουν να παραστήσουμε έναν αριθμό οσοδήποτε μεγάλο, στο λεγόμενο δεκαδικό σύστημα αρίθμησης. Τα ψ. λέγονται και αραβικοί αριθμοί, αλλά… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
psifoi — psifói s.f. pl. (înv.) mozaic. Trimis de blaurb, 06.11.2006. Sursa: DAR psifói ( i), s.n. – Mozaic. – var. psifoaie. ngr. ψηφί (Tiktin). sec. XVIII, înv. Trimis de bl … Dicționar Român
ψηφίδα — η μικρή ψήφος, πετραδάκι, ψηφί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)